- καζίκι
- το1. πάσσαλος, παλούκι2. μτφ. δυσκολία, εμπόδιο, δυσάρεστη ή περίπλοκη υπόθεση («έπαθα ένα καζίκι» — μού παρουσιάστηκε δυσάρεστο, μεγάλο εμπόδιο).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazik].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καζίκι — το (λ. τουρκ.) 1. πάσσαλος, παλούκι. 2. μτφ., δυσκολία, εμπόδιο, μπερδεμένη υπόθεση: Αυτές οι εξετάσεις ήταν μεγάλο καζίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καζικιά — η [καζίκι] χρηματική κυρίως ζημιά που επήλθε από δόλο, απάτη ή αισχροκέρδεια άλλου … Dictionary of Greek